- ζῳογονηθέντα
- ζῳογονέωaor part pass neut nom/voc/acc plζῳογονέωaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωογονηθέντα — ζωογονέω propagate aor part pass neut nom/voc/acc pl ζωογονέω propagate aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγονος — η, ο / πολύγονος, ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α 1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους 2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά 3. γόνιμος αρχ. 1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη… … Dictionary of Greek